κατ' ἀνάγκην

  • 11πρισματοειδής — ές, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος 2. το ουδ. ως ουσ. το πρισματοειδές μαθημ. πολύεδρο τού οποίου οι βάσεις είναι παράλληλες χωρίς κατ ανάγκην να είναι όμοια πολύγωνα, ενώ οι υπόλοιπες έδρες είναι τραπέζια ή παραλληλόγραμμα ή ακόμη και… …

    Dictionary of Greek

  • 12συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 13συνεπακολουθώ — συνεπακολουθῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. (ως τριτοπρόσ.) συνεπακολουθεί επακολουθεί κατ ανάγκην αρχ. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 14φαινετικός — ή, ό, Ν βιολ. 1. (σχετικά με σχέσεις μεταξύ οργανισμών ή ομάδων οργανισμών) αυτός που γίνεται αποδεκτός στη βάση γενικών ομοιοτήτων και διαφορών 2. φρ. «φαινετική ταξινόμηση» ταξινόμηση που βασίζεται καθαρά σε ομοιότητες τών φαινοτυπικών… …

    Dictionary of Greek

  • 15χρειώδης — ες / χρειώδης, ῶδες, ΝΑ [χρεία] χρήσιμος, αναγκαίος νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση αρχ. 1. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 16αιμολυτικές αναιμίες — Αναιμίες ποικίλης αιτιολογίας, διάρκειας και πρόγνωσης, που έχουν κοινό χαρακτηριστικό την υπέρμετρη καταστροφή των ερυθροκυττάρων. Η υπέρμετρη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην αναιμία, γιατί αυξημένη παραγωγή… …

    Dictionary of Greek

  • 17Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …

    Dictionary of Greek

  • 18αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 19ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …

    Dictionary of Greek

  • 20καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …

    Dictionary of Greek