κατ' εὐθυωρίαν

  • 1ευθυωρία — η (Α εὐθυωρία) η ευθεία κίνηση ή κατεύθυνση αρχ. 1. φρ. α) «κατ εὐθυωρίαν» κατά μήκος β) «ἀντικρούω κατ εὐθυωρίαν» αντιστέκομαι ευθέως γ) «ἄπειρα εἰς εὐθυωρίαν» σε άπειρη σειρά 2. δοτ. εὐθυωρίᾳ κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ορία (< όρος) …

    Dictionary of Greek

  • 2καραβοειδής — καραβοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κάραβο* («τελευτᾷ δὲ τοῡτο τοῑς μὲν καραβοειδέσι καὶ καρίσι κάτ εὐθυωρίαν πρὸς τὴν οὐράν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + ειδής (< εἶδος)] …

    Dictionary of Greek