κασίγνητος
1κασίγνητος — κασίγνητος, ὁ, ἡ, θηλ. και κασιγνήτη, αιολ. τ. κασιγνήτα, κυπρ. τ. κασινήτα και καινίτα (Α) 1. αδελφός, αδελφή, και ειδ. ο, η ομοπάτριος (α. «Ἰφιδάμαντος κασίγνητον», Ομ. Ιλ. β. «τώδε τὼ κασιγνήτω» οι δύο αυτές αδελφές, Σοφ.) 2. (το θηλ. και… …
2κασίγνητος — brother masc nom sg …
3κασιγνήτω — κασίγνητος brother masc nom/voc/acc dual κασίγνητος brother masc gen sg (doric aeolic) …
4κασιγνήτοιο — κασίγνητος brother masc gen sg (epic) …
5κασιγνήτοις — κασίγνητος brother masc dat pl …
6κασιγνήτοισι — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7κασιγνήτοισιν — κασίγνητος brother masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8κασιγνήτου — κασίγνητος brother masc gen sg …
9κασιγνήτους — κασίγνητος brother masc acc pl …
10κασιγνήτων — κασίγνητος brother masc gen pl …