κασιόπνους

  • 1κασιόπνους — κασιόπνους, ουν (Α) αυτός που αποπνέει οσμή κασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + πνους (< πνοῦς), πρβλ. θεό πνους, ιμερό πνους] …

    Dictionary of Greek