κασαλβάς
1κασαλβάς — κασαλβάς, άδος και κασαυράς, άδος και κασαύρα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. παράγωγη τής λ. κασάς με σχηματισμό κατά τα σε άς, άδος (πρβλ. δρομ άς, φυλλ άς), το πρόσφυμα όμως αλβ / αυρ παραμένει ανερμήνευτο. Παράλληλη… …
2κασαλβάς — strumpet fem nom sg …
3κασαλβάδα — κασαλβάς strumpet fem acc sg …
4κασαλβάδες — κασαλβάς strumpet fem nom/voc pl …
5κασαλβάδοιν — κασαλβάς strumpet fem gen/dat dual …
6κάσσα — κάσσα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τής λ. κασσαβάς (άλλος τ. τής λ. κασαλβάς*)] …
7κασάλβιον — κασάλβιον, τὸ (Α) δ. γρφ τού κασαύριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, + επίθημα ιον] …
8κασαλβάζω — (Α) 1. φέρομαι σαν πόρνη 2. (μτβ.) μεταχειρίζομαι κάποιαν ή κάποιον σαν πόρνη, κατά τρόπο υβριστικό, ονειδιστικό («κασαλβάσω τοὺς στρατηγούς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς + κατάλ. άζω (πρβλ. στεγ άζω, τυρβ άζω)] …
9κασαλβαδικός — κασαλβαδικός, ή, όν (Μ) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε πόρνη. επίρρ... κασαλβαδικῶς (Μ) πορνικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, άδος + κατάλ. ικός] …
10κασαυράς — και κασαύρα, ἡ (Α) βλ. κασαλβάς …
- 1
- 2