κασία
1κασία — κασίᾱ , κασία cassia fem nom/voc/acc dual κασίᾱ , κασία cassia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κασίᾳ — κασίαι , κασία cassia fem nom/voc pl κασίᾱͅ , κασία cassia fem dat sg (attic doric aeolic) …
3κασία — και κασσία και κά(σ)σια, η (AM κασία, Α και κασσία και ιων. τ. κασίη) νεοελλ. γένος φυτών, πολλά από τα οποία είναι φαρμακευτικά ή κοσμητικά μσν. αρχ. το φυτό κινάμωμο, που ο φλοιός και οι καρποί του είναι αρωματικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… …
4κασίας — κασίᾱς , κασία cassia fem acc pl κασίᾱς , κασία cassia fem gen sg (attic doric aeolic) …
5κασίαν — κασίᾱν , κασία cassia fem acc sg (attic doric aeolic) …
6κασίη — κασία cassia fem nom/voc sg (epic ionic) …
7κασίην — κασία cassia fem acc sg (epic ionic) …
8κασίης — κασία cassia fem gen sg (epic ionic) …
9CINNAMOMUM — Graece Κιννάμωμον, quasi κίνναμον ἄμωμον, Latinis Cinnamomum quoque, et Cinnamum, de quo multa fabulose tradit Antiquitas, uti vidimus; Garciae ab Horto idem cum casia est: infimâ aetate Graeci Latinique Imperii cum κανέλᾳ illud quoque… …
10κασιοβόρος — κασιοβόρος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.). (για σκουλήκι) αυτός που τρώγει κασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμο βόρος, ψυχο βόρος] …