καρήνῳ
1Καρήνῳ — Κάρηνος masc dat sg …
2καρήνῳ — κάρηνον head neut dat sg …
3Καρήνωι — Καρήνῳ , Κάρηνος masc dat sg …
4καρήνωι — καρήνῳ , κάρηνον head neut dat sg …
5κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… …