-
1 καρότο
[карото] ουσ. о. морковьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρότο
-
2 морковь
-
3 морковь
το καρότο, το καρώτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > морковь
-
4 морковный
[μαρκόβνυϊ] εκ. από καρότο -
5 морковь
[μαρκόβ'] ουσ. θ. καρότο -
6 морковный
[μαρκόβνυϊ] επ από καρότο -
7 морковь
[μαρκόβ'] ουσ θ καρότο -
8 каротель
-и θ.καρότο στρογγυλό. -
9 морковка
-и θ.μικρό καρότο. -
10 морковный
επ.1. του καρότου από καρότο.2. (για χρώμα) πορτοκαλής. -
11 морковь
-и θ.καρότο, δαύκος. -
12 тереть
тру, тршь, παρλθ. χρ. трл-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тртый, βρ: трт-а, -оρ.δ.μ.1. τρίβω• μαλάσσω•тереть глаза τρίβω τα μάτια•
тереть спинку мочалкой τρίβω τη ράχη με το σφουγγάρι,
2. μετατρέπω σε λεπτά τεμάχια•тереть сыр τρίβω κεφαλοτϋρι•
тереть морковь τρίβω καρότο.
|| χτυπώ, προξενώ πόνο•сапог трёт η μπότα με χτυπά.
1. τρίβομαι, μαλάσσομαι•тереть полотенцем τρίβομαι με την πετσέτα•
тереть мазью τρίβομαι με την αλοιφή.
2. ξύνομαι•лошадь тртся о дерево το άλογο ξύνεται στο δέντρο.
3. στριφογυρίζω, συχνάζω, βρίσκομαι.4. τρίβομαι (σε λεπτά τεμάχια).
См. также в других словарях:
καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
καρότο — το (λ. ιταλ.), η ρίζα του φυτού «δαύκος ο καρωτός» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… … Dictionary of Greek
Морковь дикая — Общий вид цветущего растения … Википедия
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
γιγγίς — γιγγίς, η και γιγγίδιον, το (Α) ο δαύκος, το καρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λ. με αναδιπλασιασμό, πιθ. < *γεγγίς] … Dictionary of Greek
δαυκί — (daucus).Φυτό που φύεται στην Κρήτη και του οποίου οι ρίζες και ο σπόρος έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Το φυτό αυτό, που ονομάζεται και δαύκος, δεν πρέπει να συγχέεται με το φυτό που είναι επιστημονικά γνωστό με την ονομασία δ. ο καρώτος ή… … Dictionary of Greek
δαυκίτης — δαυκίτης, ο (Α) [δαύκος] φρ. «δαυκίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με καρότο … Dictionary of Greek
καροτίνη — η το καροτένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. carotene < carot (πρβλ. αρχ. καρωτόν «καρότο») + κατάλ. ene] … Dictionary of Greek
καρωτόν — καρωτόν, τὸ (Α) βλ. καρότο … Dictionary of Greek