καρχᾱσιον

  • 1καρχήσιο — το (Α καρχήσιον και δωρ. τ. καρχάσιον) το άνω άκρο τού ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων αρχ. 1. είδος επιμήκους ποτηριού, κυπέλλου με δύο λαβές που εκτείνονταν από τα χείλη μέχρι τη βάση του, το οποίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως… …

    Dictionary of Greek