Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καρχαρίας

См. также в других словарях:

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

  • καρχαρίας — καρχαρίᾱς , καρχαρίας shark masc acc pl καρχαρίᾱς , καρχαρίας shark masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαρίας — ο είδος μεγάλου θαλάσσιου κήτους: Λένε ότι στη θάλασσα αυτή υπάρχουν καρχαρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρχαρίαι — καρχαρίας shark masc nom/voc pl καρχαρίᾱͅ , καρχαρίας shark masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαριῶν — καρχαρίας shark masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαρίην — καρχαρίας shark masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαρίου — καρχαρίας shark masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαρία — καρχαρίᾱ , καρχαρίας shark masc nom/voc/acc dual καρχαρίας shark masc voc sg καρχαρίᾱ , καρχαρίας shark masc voc sg (attic) καρχαρίᾱ , καρχαρίας shark masc gen sg (doric aeolic) καρχαρίας shark masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλόψαρο — Όνομα με το οποίο αναφέρονται διάφοροι σκουάλοι, και ιδιαίτερα ο σκουάλος ο λευκός (carcharodon carcharias), της οικογένειας των Ισουριδών, της τάξης των σκουαλόμορφων. Το σ. αυτό, που απαντιέται αλλά δεν είναι κοινό σε όλες τις θερμές θάλασσες… …   Dictionary of Greek

  • ισουρίδες ή λαμνίδες — (isuridαe ή lαmnidαe). Οικογένεια ψαριών της τάξης των πλευροτρηματικών, της ομοταξίας των χονδριχθύων. Πρόκειται για καρχαρίες με μήκος από 3 έως 12 μ., που ζουν στα πελάγη και ιδιαίτερα στις θάλασσες των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • καρχαρινίδες — (carcharhinidae). Οικογένεια σαρκοφάγων ψαριών της τάξης των ελασματοβραγχίων, που περιλαμβάνει 12 γένη και 50 είδη. Ζουν σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, κυρίως όμως στα ζεστά νερά. Από αυτά, άλλα είναι πολύ επικίνδυνα και άλλα έχουν εμπορική αξία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»