καρτερᾷ
1καρτερά — καρτερός strong neut nom/voc/acc pl καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc/acc dual καρτερά̱ , καρτερός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2καρτερᾷ — καρτερός strong fem dat sg (attic doric aeolic) …
3καρτεράν — καρτερά̱ν , καρτερός strong fem acc sg (attic doric aeolic) …
4καρτεράς — καρτερά̱ς , καρτερός strong fem acc pl …
5καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …
6καρτερώ — και καρτεράω καρτέρησα και καρτέρεσα 1. υπομονεύω, κάνω υπομονή: Καρτέρα λίγο και όλα θα διορθωθούν. 2. περιμένω κάποιον: Ποιον καρτεράς εδώ; 3. αναμένω, κάνω καρτέρι: Αν πας, Μαλάμω μ , για νερό, κι εγώ στη βρύση καρτερώ (δημ. τραγ.). 4. «Κάλλιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)