καρτερό-χειρ
1κολοβόχειρ — κολοβόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (AM) αυτός που έχει κολοβό χέρι ή χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, καρτερό χειρ)] …
1κολοβόχειρ — κολοβόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (AM) αυτός που έχει κολοβό χέρι ή χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, καρτερό χειρ)] …