καρρίον

  • 1καρρίον — καρρίον, τὸ (Α) φρ. «καρρίον καθεδρωτόν» πολεμικό άρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + υποκορ. κατάλ. ίον (πρβλ. θηρ ίον, παιδ ίον)] …

    Dictionary of Greek