καρπισμός
1καρπισμός — (I) ο (Α καρπισμός) [καρπίζω (Ι)] νεοελλ. συλλογή, συγκομιδή καρπών αρχ. εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.). (II) καρπισμός, ὁ (Α) [καρπίζω (II)] η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο …
2καρπισμοί — καρπισμός exhaustion masc nom/voc pl …
3καρπισμοῦ — καρπισμός exhaustion masc gen sg …
4καρπισμόν — καρπισμός exhaustion masc acc sg …
5καρφισμός — καρφισμός, ὁ (Α) ο καρπισμός, η συλλογή καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρ. ενός αμάρτυρου *καρφίζω] …