καρπησία
1καρπησία — καρπησίᾱ , καρπησία an aromatic plant fem nom/voc/acc dual καρπησίᾱ , καρπησία an aromatic plant fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2καρπησίας — καρπησίᾱς , καρπησία an aromatic plant fem acc pl καρπησίᾱς , καρπησία an aromatic plant fem gen sg (attic doric aeolic) …
3καρπησίαν — καρπησίᾱν , καρπησία an aromatic plant fem acc sg (attic doric aeolic) …
4καρπήσιος — καρπήσιος, ία, ον (AM) μσν. καρποφόρος αρχ. 1. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ καρπησία ή τὸ καρπήσιον αρωματικό φυτό 2. το θηλ. ως ουσ. βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ήσιος (πρβλ. γενετ ήσιος, ετ ήσιος)] …