καρπεία
1καρπεία — καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω] 1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.) 2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαι οι μισθοί …
2καρπεῖα — καρπεῖον neut nom/voc/acc pl …
3καρπείας — καρπείᾱς , καρπεία usufruct fem acc pl καρπείᾱς , καρπεία usufruct fem gen sg (attic doric aeolic) …
4καρπείαν — καρπείᾱν , καρπεία usufruct fem acc sg (attic doric aeolic) …