καρπίζομαι

  • 1επικαρπίζομαι — ἐπικαρπίζομαι (Α) εξαντλώ τα θρεπτικά συστατικά, αφαιρώ ή καταστρέφω την παραγωγική δύναμη («ἐπικαρπίζεται... ὁ αἰγίλωψ τὴν γῆν» το ζιζάνιο αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά τής γης, θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπίζομαι «εξαντλώ το παραγωγό… …

    Dictionary of Greek

  • 2καρπίζω — (I) (Α καρπίζω) [καρπός (Ι)] μέσ. καρπίζομαι (σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.) νεοελλ. 1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ 2. φέρω αποτέλεσμα 3. κάνω κάτι να καρποφορήσει αρχ. 1. (ενεργ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3καρπώνω — και καρπώ (AM καρπῶ, όω) [καρπός (Ι)] 1. παράγω καρπό, καρποφορώ 2. μέσ. καρπώνομαι, καρποῡμαι, όομαι α) απολαμβάνω τους καρπούς, έχω την επικαρπία, καρπίζομαι («δὶς τοῡ ἐνιαυτοῡ τὴν γῆν καρποῡσθαι», Πλάτ.) β) λαμβάνω κέρδος από κάποιο πράγμα,… …

    Dictionary of Greek

  • 4(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- —     (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary