καρκῐν-ίας

  • 1κυκνίας — κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας) είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν ος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας, κοχλ ίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω τού λευκού χρώματός του] …

    Dictionary of Greek

  • 2σπερματίας — ὁ, ΝΜΑ καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας)] …

    Dictionary of Greek