καρκινάς
1καρκινάς — καρκινάς, άδος, ἡ (Α) [καρκίνος] (υποκορ. τού καρκίνος*) μικρός κάβουρας …
2καρκινάς — fem nom sg …
3καρκινάδα — καρκινάς fem acc sg …
4καρκινάδας — καρκινάς fem acc pl …
5καρκινάδες — καρκινάς fem nom/voc pl …
6καρκινάδεσιν — καρκινάς fem dat pl …
7καρκινάδεσσιν — καρκινάς fem dat pl (epic aeolic) …
8καρκινάδος — καρκινάς fem gen sg …
9καρκινάδων — καρκινάς fem gen pl …
10καρκινάσι — καρκινάς fem dat pl …
Страницы
- 1
- 2