καρηβαρέοντα ἄτρακτον
1καρηβαρώ — έω (Α καρηβαρῶ, έω και καρηβαριῶ, άω [καρηβαρής] έχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαι αρχ. μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τόν τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.) …
1καρηβαρώ — έω (Α καρηβαρῶ, έω και καρηβαριῶ, άω [καρηβαρής] έχω βάρος στο κεφάλι, έχω πονοκέφαλο, ζαλίζομαι αρχ. μτφ. (για αδράχτι) έχω πολύ νήμα («τόν τε καρηβαρέοντα ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.) …