καρδαμάλη
1καρδαμάλη — και παρδαμάλη και καρδάμη, ἡ (Α) [κάρδαμο] περσικό έδεσμα, είδος άρτου ή ζυμαρικού από κάρδαμο …
2καρδαμάλη — loaf fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3καρδαμάλην — καρδαμάλη loaf fem acc sg (attic epic ionic) …
4κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… …
5καρδάμη — καρδάμη, ἡ (Α) βλ. καρδαμάλη …
6παρδαμάλη — ἡ, Α βλ. καρδαμάλη …