καράτομος
1καράτομος — καράτομος, ον (Α) 1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος 2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + τομος (< τόμος < τέμνω),… …
2καρατόμος — καρατόμος, ὁ (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα τόμος, υλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)] …
3καρατόμος — masc/fem nom sg …
4καράτομος — καρ̱άτομος , καράτομος beheaded masc/fem nom sg …
5καρατόμον — καρατόμος masc/fem acc sg καρατόμος neut nom/voc/acc sg …
6-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …
7κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …
8καρατόμοις — καρ̱ατόμοις , καράτομος beheaded masc/fem/neut dat pl καρατόμος masc/fem/neut dat pl …
9καρατόμους — καρ̱ατόμους , καράτομος beheaded masc/fem acc pl καρατόμος masc/fem acc pl …
10καράτομον — καρ̱άτομον , καράτομος beheaded masc/fem acc sg καρ̱άτομον , καράτομος beheaded neut nom/voc/acc sg …
- 1
- 2