καπάνη
1καπάνη — καπάνη, ἡ (Α) 1. άμαξα 2. κάπη* 3. είδος περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπ ήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»] …
2καπάνη — καπά̱νη , καπάνη chariot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3καπάνας — καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem acc pl καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem gen sg (doric aeolic) …
4Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …
5CABANA — Galli Cabanne, ex Graeco καπάνη, quod a κάπαλος, φάτνην, h. e. praesepe, significante, ortum: Est tugurium, domuncula, casa Κάπαλος autem Capulus, Latinis arcam funebrem denotat, ex ligno, quâ mortui olim ad rogum vel ustrinam efferri solebant.… …
6καπάναξ — καπάναξ, άνακος, ὁ (Α) [καπάνη] το ανώτατο τμήμα τών πλευρών άρματος …
7καπαλίζω — (Α) ζευγηλατέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά πιθ. με τον τ. καπάνη «άμαξα φάτνη», όχι όμως σημασιολογικά] …
8καπανικός — καπανικός, ή, όν (Α) (αμφβλ. ερμ.) τεράστιος ή χορταστικός («τὰ Θετταλικὰ [ενν. δεῑπνα] μὲν πολὺ καπανικώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον συγκριτ. βαθμό καπανικώτερα και προέρχεται από τη λ. καπάνη] …
9καπάνης — καπά̱νης , καπάνη chariot fem gen sg (attic epic ionic) …