καπνώδης
11καπνωδῶς — καπνώδης smoky adverbial (attic epic doric) …
12καπνώδεσι — καπνώδης smoky masc/fem/neut dat pl …
13καπνώδους — καπνώδης smoky masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …
14-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …
15καπνωδία — καπνῳδία, ἡ (Α) [καπνώδης] η καπνιά, η καπνίλα …
16καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …
17περισμυχηρός — ά, όν, Α [περισμύχω] αυτός που περιβάλλεται από καπνό, καπνώδης, καπνισμένος …
18πολύκαπνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καπνός (πρβλ. δύσ καπνος)] …
19ԾԽԱՇՈՒՆՉ — ( ) NBH 1 1018 Chronological Sequence: 11c ա. καπνώδης fumosus. Ծխոյ նման շնչօղ կամ շնչեալ. գոլորշախառն. Ծխատեսակ. *Ծխաշունչ կծուութիւն ինչ ʼի փորէ ʼի վեր բուրիսցէ. Ոսկ. յհ. ՟Ա. 1 …
20ԾԽԱՏԵՍԱԿ — ( ) NBH 1 1018 Chronological Sequence: 6c, 8c, 13c ա. καπνώδης fumosus, fumidus λιγνυώδης fuliginosus. Նման ծխոյ կամ գոլորշւոյ. մուխի պէս. *Գոլորշիք չոր եւ ծխատեսակ յերկրէ ʼի վեր հոսեալ. Արիստ. աշխ.: *Ծխատեսակ, որ ʼի շրջմանէ հրոյ: Զծխատեսակն… …
- 1
- 2