καπνοδόκη
1καπνοδόκη — smoke receiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2καπνοδόκη — ἡ (Α καπνοδόκη) νεοελλ. η καπνοδόχος* αρχ. οπή στη στέγη τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο καπνός και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] …
3καπνοδόκην — καπνοδόκη smoke receiver fem acc sg (attic epic ionic) …
4καπνοδόκης — καπνοδόκη smoke receiver fem gen sg (attic epic ionic) …
5καπνοδόχη — καπνοδόκη smoke receiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6καπνοδόχην — καπνοδόκη smoke receiver fem acc sg (attic epic ionic) …
7καπνοδόχης — καπνοδόκη smoke receiver fem gen sg (attic epic ionic) …
8καπνοδοχείο — το (Α καπνοδοχεῑον) νεοελλ. 1. επιτραπέζιο δοχείο για την εναπόθεση κομμένου καπνού ή τσιγάρων για χρήση τών καπνιστών 2. σταχτοδοχείο αρχ. η καπνοδόκη* …
9καπνοδόχη — ἡ (Α καπνοδόχη) νεοελλ. η καπνοδόχος αρχ. η καπνοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, κυμινο δόχη] …
10καπνοδόχος — ο (Α καπνοδόχος, ον) αυτός που δέχεται καπνό νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες,… …
- 1
- 2