καπνιστήριον
1καπνιστήριον — vapour bath neut nom/voc/acc sg …
2καπνιστηρίοις — καπνιστήριον vapour bath neut dat pl …
3καπνιστήρια — καπνιστήριον vapour bath neut nom/voc/acc pl …
4καπνιστήριο — το (AM καπνιστήριον) [καπνίζω] νεοελλ. χώρος προορισμένος για κάπνισμα μσν. το θυμιατήρι αρχ. πιθ. ατμόλουτρο …