καπανεύς

  • 11Capanée — à l assaut des remparts de Thèbes, amphore à figures rouges, v. 340 av. J. C., Getty Villa (92.AE.86) Dans la mythologie grecque, Capanée (en grec ancien Καπανεύς / …

    Wikipédia en Français

  • 12КАПАНЕЙ — (Καπανεύς), в греческой мифологии участник похода семерых против Фив. В описании Эсхила (Sept. 423 434) К. отличается кичливостью и бахвалится сжечь город даже вопреки воле Зевса. Значительно смягчивший оценку семерых вождей, в т. ч. К., в… …

    Энциклопедия мифологии

  • 13Capaneo — Saltar a navegación, búsqueda Capaneo escala los muros de Tebas. Ánfora campania de figuras rojas, c. 340 a. C., Getty Villa (92.AE.86). En la mitología griega, Capaneo (en …

    Wikipedia Español

  • 14КАПАНЕЙ —    • Capāneus,          Καπανεύς, см. Adrastus, Адраст, и Euadne, Эвадна …

    Реальный словарь классических древностей

  • 15Капаней — Капаней …

    Википедия

  • 16Capanêvs — CAPĂNÊVS, ei, Gr. Καπανεὺς, έως, des Hipponous und der Astynome, einer Tochter des Talaus, Sohn, war einer von den vereinigten sieben Fürsten, welche auf des Adrastus Veranlassung den Zug wider Theben unter nahmen. Hygin. Fab. 70. Er bekam seines …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 17-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …

    Dictionary of Greek

  • 18Επτά επί Θήβαις — Τραγωδία του Αισχύλου, εμπνευσμένη από τους επτά ήρωες (Άδραστος, Αμφιάραος, Καπανεύς, Ιππομέδων, Παρθενοπαίος, Τυδεύς και Πολυνείκης) που εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας για την αποκατάσταση του Πολυνείκη στον θρόνο. Βλ. λ. Αισχύλος …

    Dictionary of Greek

  • 19Τιμησίθεος — Αρχαίος Έλληνας τραγικός ποιητής, αγνώστων χρόνων. Έγραψε: Δαναΐδες, Έκτορος λύρα, Ηρακλής, Ιξίων, Καπανεύς, Μέμνων, Μνηστήρες, Ζηνός γοναί, Ελένης απαιτήσεις, Ορέστης, Πυλάδης και Κάστωρ και Πολυδεύκης. Τα έργα του δεν διασώθηκαν …

    Dictionary of Greek

  • 20Καπανέα — Καπανέᾱ , Καπανεύς masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)