κανίδιον
1κανίδιον — κανίδιον, τὸ (Α) πάπ. 1. μικρό καλάθι, κάνιστρο 2. δοχείο που χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο χωρητικότητας στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. καπρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] …
2κανίδιον — little basket neut nom/voc/acc sg …
3κανιδίου — κανίδιον little basket neut gen sg …
4κανιδίῳ — κανίδιον little basket neut dat sg …