κανϑήλια
1κανθήλια — panniers neut nom/voc/acc pl κανθήλιον panniers neut nom/voc/acc pl …
2κανθηλίοις — κανθήλια panniers neut dat pl κανθήλιον panniers neut dat pl κανθήλιος pack ass masc dat pl …
3κανθηλίων — κανθήλια panniers neut gen pl κανθήλιον panniers neut gen pl κανθήλιος pack ass masc gen pl …
4κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό …
5κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… …