κανδαῦλα
1Κανδαῦλα — Κανδαύλης dog throttler masc voc sg Κανδαύλης dog throttler masc nom sg (epic) …
2Κανδαύλας — Κανδαύλᾱς , Κανδαύλης dog throttler masc acc pl (doric aeolic) Κανδαύλᾱς , Κανδαύλης dog throttler masc acc pl Κανδαύλᾱς , Κανδαύλης dog throttler masc nom sg (epic doric aeolic) …
3Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… …