καναχῶ
1καναχώ — καναχῶ, έω (Α) [καναχή] 1. κάνω θόρυβο, αντηχώ, αντιλαλώ 2. (για τον κόκορα) κράζω, λαλώ 3. (για τον Ορφέα) άδω, ψάλλω («Ὀρφεύς... μέλος κανάχησεν», Απόλλ. Ρόδ.) …
2καναχῶ — καναχέω rang pres subj act 1st sg (attic epic doric) καναχέω rang pres ind act 1st sg (attic epic doric) καναχός noisy masc/neut gen sg (doric aeolic) …
3Κανάχῳ — Κάναχος masc dat sg …
4καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… …