καμπῠλος
1καμπύλος — bent masc nom sg …
2καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …
3καμπύλος — η, ο κυρτός, καμπουρωτός: Η επιφάνεια αυτή είναι καμπύλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καμπυλώτερον — καμπύλος bent adverbial comp καμπύλος bent masc acc comp sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc comp sg …
5καμπυλώτατον — καμπύλος bent masc acc superl sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc superl sg …
6καμπύλον — καμπύλος bent masc acc sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc sg …
7καμπύλω — καμπύλος bent masc/neut nom/voc/acc dual καμπύλος bent masc/neut gen sg (doric aeolic) …
8καμπύλων — καμπύλος bent fem gen pl καμπύλος bent masc/neut gen pl …
9καμπυλωτέρη — καμπύλος bent fem nom/voc comp sg (epic ionic) …
10καμπυλώταται — καμπύλος bent fem nom/voc superl pl …