καμπύλη

  • 91απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …

    Dictionary of Greek

  • 92ενειλιγμένη — Ο γεωμετρικός τόπος των κέντρων καμπυλότητας μίας επίπεδης καμπύλης I ή ακόμα η περιβάλλουσα των καθέτων της (η καμπύλη I ως προς την ε. της λέγεται εξειλιγμένη). Η εξειλιγμένη και η ε. έχουν τις εξής ιδιότητες: α) η εφαπτομένη σε ένα οποιοδήποτε …

    Dictionary of Greek

  • 93επικυκλοειδής — Αν σε ένα επίπεδο θεωρήσουμε έναν κύκλο Γ, που εφάπτεται εξωτερικά σε άλλον Κ, να κινείται χωρίς ολίσθηση, τότε κάθε σημείο, έστω Ρ, του επιπέδου του κινητού κύκλου Γ, που συνδέεται στερεά με τον Γ, διαγράφει μία καμπύλη. Κάθε τέτοια καμπύλη… …

    Dictionary of Greek

  • 94ευθειοποίηση — Κλασικό πρόβλημα, που προκύπτει από το γεγονός ότι ένα κομμάτι από εύκαμπτο νήμα μπορεί να εφαρμόσει πάνω σε ένα τμήμα καμπύλης (τόξο) και μετά να τεντωθεί, ώστε να εφαρμόσει πάνω σε ένα τμήμα ευθείας. Έτσι μπορεί να εξομοιωθεί, κατά κάποιο τρόπο …

    Dictionary of Greek

  • 95ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… …

    Dictionary of Greek

  • 96θερμοηλεκτρικό ζεύγος ή θερμοστοιχείο — Σύστημα δύο διαφορετικών μετάλλων που είναι συγκολλημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν, κατά κάποιον τρόπο, ένα κύκλωμα (το κάθε άκρο του ενός αγωγού κολλάει με το αντίστοιχο άκρο του άλλου). Στα κοινά άκρα του συστήματος εμφανίζεται μία… …

    Dictionary of Greek

  • 97καμπής, σημείο — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό εκείνου του σημείου της καμπύλης μιας συνάρτησης στο οποίο η καμπύλη αλλάζει κυρτότητα. Στο σχήμα, το σημείο Ρ είναι ένα σ.κ. της καμπύλης. Αν x = x(t), y = y(t), α < t < β είναι μία παραμετρική …

    Dictionary of Greek

  • 98Μπερνούλι, Τζοβάνι — (Giovanni Bernoulli, Βασιλεία 1667 – 1748). Ελβετός μαθηματικός. Προχώρησε σε βάθος τις μελέτες επί του διαφορικού λογισμού με διάφορες εφαρμογές, και –σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Λάιμπνιτς– σε αυτόν και στον αδελφό του Τζάκομο οφείλεται …

    Dictionary of Greek

  • 99Όιλερ, Λέοναρντ — (Leonhard Euler, Βασιλεία 1707 – Πετρούπολη 1783). Ελβετός μαθηματικός. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Μπερνούλι και το 1730 ονομάστηκε καθηγητής της φυσικής στην Ακαδημία Επιστημών της Πετρούπολης, όπου το 1733 διαδέχτηκε τον Ντανιέλε Μπερνούλι στην …

    Dictionary of Greek

  • 100παραμετρική εξίσωση — (Μαθημ.). Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά, συγκεκριμένα στην αναλυτική γεωμετρία, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια καμπύλη ή επιφάνεια, που παριστάνεται με εξισώσεις, όπου, εκτός από τις συντεταγμένες του σημείο, που διαγράφει την καμπύλη ή …

    Dictionary of Greek