καμπύλη

  • 81ποδικός — ή, ό / ποδικός, ή, όν ΝΜΑ [πους, ποδός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι, ποδιαίος («ποδική αρτηρία») 2. φρ. α) «ποδική καμάρα» ανατ. η τοξοειδής διαμόρφωση τού πέλματος τού ποδιού, που αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική… …

    Dictionary of Greek

  • 82προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …

    Dictionary of Greek

  • 83στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… …

    Dictionary of Greek

  • 84συνημιτονοειδής — ές, Ν φρ. «συνημιτονοειδής καμπύλη» μαθημ. καμπύλη που παριστάνει την περιοδική μεταβολή τού συνημίτονου σε συνάρτηση με μια γωνία …

    Dictionary of Greek

  • 85ταυτόχρονος — η, ο, Ν 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κάποιον άλλον, σύγχρονος 2. αυτός που έχει την ίδια χρονική διάρκεια με άλλον, ισόχρονος 3. φυσ. αυτός που γίνεται σε ίσους χρόνους, που απέχει κατά ίσα χρονικά διαστήματα από άλλον… …

    Dictionary of Greek

  • 86τροχιά — Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι,… …

    Dictionary of Greek

  • 87τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …

    Dictionary of Greek

  • 88υποκυκλοειδής — ές, Ν φρ. «υποκυκλοειδής καμπύλη» μαθημ. η καμπύλη που διαγράφει ένα σημείο τής περιφέρειας ενός κύκλου ο οποίος κυλίεται εσωτερικά πάνω στην περιφέρεια άλλου, ακίνητου κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κυκλοειδής (πρβλ. επι κυκλοειδής)] …

    Dictionary of Greek

  • 89υψογραφικός — ή, ό, Ν [υψογραφία] 1. αυτός που καταγράφει τα διάφορα ύψη τού εδάφους ή τα βάθη τής θάλασσας 2. φρ. «υψογραφική καμπύλη» η υψομετρική καμπύλη …

    Dictionary of Greek

  • 90φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …

    Dictionary of Greek