καμπύλη

  • 41αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …

    Dictionary of Greek

  • 42βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …

    Dictionary of Greek

  • 43επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …

    Dictionary of Greek

  • 44κλωθοειδής — ές φρ. «κλωθοειδής καμπύλη» τεχνολ. καμπύλη προοδευτικής σύνδεσης μιας ευθύγραμμης διαδρομής με μια άλλη κυκλική διαδρομή, καμπύλη η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι, αν διατρέχεται με σταθερή ταχύτητα, η γωνία κλίσης τών τροχών τού… …

    Dictionary of Greek

  • 45κυλισιγενής — ές (γεωμ.) αυτός που προέρχεται από κύλιση (α. «κυλισιγενής καμπύλη» η καμπύλη που παράγεται από ένα σημείο σταθερά συνδεδεμένο σε κινητή καμπύλη, η οποία κυλίεται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε σταθερή γραμμή β. «μέθοδος τών κυλισιγενών»… …

    Dictionary of Greek

  • 46κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …

    Dictionary of Greek

  • 47κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …

    Dictionary of Greek

  • 48ολοκληρογράφος — Όργανο που χαράσσει την ολοκληρωτική καμπύλη μιας δεδομένης καμπύλης. Δηλαδή, αν μας δοθεί η καμπύλη y = f(x), ο ο. επιτρέπει να σχεδιαστεί η καμπύλη: y=? χ χ0 f(χ)dχ. Πρακτικά, ο ο. μας δίνει τη δυνατότητα να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση την… …

    Dictionary of Greek

  • 49οροπτερικός — ή, ό φρ. «οροπτερική καμπύλη» μαθημ. καμπύλη στρεβλή που ανήκει στην οικογένεια τών αλγεβρικών καμπυλών τρίτου βαθμού («στρεβλή κυβική καμπύλη») …

    Dictionary of Greek

  • 50παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …

    Dictionary of Greek