καμπύλη

  • 21καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 22καρδιοειδής — Ειδική επικυκλοειδής καμπύλη που σχηματίζεται από την τροχιά που διαγράφει ένα σημείο της κινητής περιφέρειας Κ, καθώς αυτή περιστρέφεται εφαπτόμενη στην ακίνητη περιφέρεια Γ· και οι δύο αυτές περιφέρειες έχουν ίσες τις ακτίνες τους (όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 23κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …

    Dictionary of Greek

  • 24Πασκάλ, Ετιέν — (Pascal, Κλερμόν Φεράν 1588 – Παρίσι 1651). Γάλλος μαθηματικός και δικαστής. Πατέρας του φιλοσόφου Πασκάλ, ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Δικαστηρίου Κρατικών Αρωγών στο Κλερμόν Φεράν έως το 1631 και διετέλεσε οικονομικός επιθεωρητής στη Ρουέν… …

    Dictionary of Greek

  • 25εγγύτατος — Η έννοια απαντά στη θεωρία των καμπυλών και των επιφανειών (διαφορική γεωμετρία). Αν Γ είναι μία καμπύλη στον τρισδιάστατο χώρο και Μ ένα σημείο της, F είναι μία οικογένεια καμπυλών (είτε επιφανειών) του χώρου με κοινό τους σημείο το Μ, και η Γ… …

    Dictionary of Greek

  • 26σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …

    Dictionary of Greek

  • 27υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… …

    Dictionary of Greek

  • 28αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 29εφαπτομένη — (σε ένα σημείο μιας καμπύλης). Αν Γ είναι μία καμπύλη του (συνηθισμένου) χώρου, δηλαδή η γραφική παράσταση ενός σημειοσυνόλου (x(t), ψ(t), z(t)), tεΔ} όπου Δ ένα διάστημα του συνόλου των πραγματικών αριθμών, και αν υπάρχουν οι πρώτες παράγωγοι… …

    Dictionary of Greek

  • 30μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …

    Dictionary of Greek