καμπύλη

  • 111Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 112άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 113έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …

    Dictionary of Greek

  • 114έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …

    Dictionary of Greek

  • 115αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …

    Dictionary of Greek

  • 116ανωμαλία — Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό. (Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος,… …

    Dictionary of Greek

  • 117βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …

    Dictionary of Greek

  • 118γάγγλα — και γκάγγλα και ζάγκλα και δάγκλα, η 1. στροφή του δρόμου 2. πτυχή υφάσματος 3. καμπύλη γραμμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. ουσ. του αμάρτ. γαγγλί < αρχ. γαγγλίον «παθολογική συστροφή νεύρου»] …

    Dictionary of Greek

  • 119γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 120γιαταγάνι — Μεγάλο μαχαίρι ή σπάθα με καμπύλη λάμα και μόνο μία κόψη. Η λαβή του δεν έχει προφυλακτήρα. Σε πολλούς τύπους η λάμα του πλαταίνει στην άκρη. Το όπλο αυτό, που έχει μήκος από 80 εκ. έως 1,10 μ., το χρησιμοποιούσαν πολλοί ασιατικοί λαοί, κυρίως οι …

    Dictionary of Greek