καμπύλη

  • 101πολλαπλό — Ένα σημείο Μ, μιας καμπύλης Κ, λέμε ότι είναι πολλαπλό της σημείο με πολλαπλότητα ν (= 2, 3,...), συντόμως: ν πλο, εάν (και μόνον) κατά τη διαγραφή της Κ από ένα σημείο συμβαίνει το σημείο αυτό να περνά ν φορές από τη θέση Μ. Στην περίπτωση που η …

    Dictionary of Greek

  • 102Ρίχτερ, κλίμακα — Στην κλίμακα αυτή μετράται το μέγεθος ή η ολική ενέργεια ενός σεισμού σαν ένας αριθμός μεταξύ του 0 και του 8,9. Ένας σεισμός μεγέθους 2 είναι ο μικρότερος που συνήθως γίνεται αισθητός, ενώ μερικοί από τους καταστροφικούς σεισμούς έχουν μεγέθη 8… …

    Dictionary of Greek

  • 103τρίεδρο — Στερεό γεωμετρικό σχήμα, που προκύπτει από τρία τεμνόμενα επίπεδα, οι τομές των οποίων συναντώνται σε κοινό σημείο. Έστω Ο ένα σημείο του χώρου και a, b, c, τρεις ημιευθείες που δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και διέρχονται από το Ο. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 104υψηλή πιστότητα — (απόδοση της αγγλικής έκφρασης High Fidelity, που συμβολίζεται διεθνώς με τα αρχικά HiFi). Στην ηλεκτροακουστική, η πιστή απόδοση μιας διάταξης αναπαραγωγής του ήχου (μικρόφωνο, πικάπ, μαγνητόφωνο, ενισχυτής κλπ.), στην οποία η μορφή του σήματος… …

    Dictionary of Greek

  • 105έλικας — έλικας, ο και έλικα, η και έλιγκας, ο 1. γύρος, σπειροειδής γραμμή, καθετί που έχει περιστραφεί με σπειροειδή τρόπο. 2. (μαθ.), καμπύλη γραμμή που γράφεται από σημείο που μετακινείται με ίση ταχύτητα σε μια ευθεία, ενώ η ευθεία στρέφεται με ίση… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 106κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 107τροχιά — η 1. τα ίχνη που αφήνουν στο χώμα οι τροχοί οχήματος, τα αχνάρια της ρόδας. 2. σιδηροτροχιά, ράγα. 3. (μαθ.), η γραμμή που διαγράφει ένα υλικό σημείο που κινείται. 4. η καμπύλη που διαγράφει ουράνιο σώμα στην κίνησή του: Η τροχιά της Γης. 5.… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 108καμπύλα — καμπύλᾱ , καμπύλη crooked staff fem nom/voc/acc dual καμπύλᾱ , καμπύλη crooked staff fem nom/voc sg (doric aeolic) καμπύλος bent neut nom/voc/acc pl καμπύλᾱ , καμπύλος bent fem nom/voc/acc dual καμπύλᾱ , καμπύλος bent fem nom/voc sg (doric… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 109καμπύλας — καμπύλᾱς , καμπύλη crooked staff fem acc pl καμπύλᾱς , καμπύλη crooked staff fem gen sg (doric aeolic) καμπύλᾱς , καμπύλος bent fem acc pl καμπύλᾱς , καμπύλος bent fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 110Ώλενος — Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αιτωλίας, κοντά στους πρόποδες του Αράκυνθου (Ζυγού). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα, την κατέστρεψαν οι Αιολείς. Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν πως τα ερείπια του Γυφτόκαστρου και του Πετροβουνίου… …

    Dictionary of Greek