καμπύλη

  • 11ισόθερμος — Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή. * * * η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο 2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή… …

    Dictionary of Greek

  • 12καμπύλαις — καμπύλη crooked staff fem dat pl καμπύλος bent fem dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13καμπύλην — καμπύλη crooked staff fem acc sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem acc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14καμπύλης — καμπύλη crooked staff fem gen sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem gen sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 15ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …

    Dictionary of Greek

  • 16κογχοειδής — (Μαθημ.). Χαρακτηρίζεται έτσι η καμπύλη που παράγεται κατά τον εξής τρόπο: έστω Γ μια τυχαία καμπύλη (του χώρου, γενικά) και ένα τυχαίο σημείο Ο. Έστω Ν ένα σημείο της Γ. Επάνω στην ευθεία ON παίρνουμε (NM) = μ (δοθέν μήκος). Τότε, καθώς το Ν… …

    Dictionary of Greek

  • 17λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …

    Dictionary of Greek

  • 18περιβάλλουσα — Έστω (1): f(x, ψ, t) = 0 ότι είναι η αναλυτική παράσταση μιας οικογένειας καμπυλών του επιπέδου xψ, t μια παράμετρος. Αν η συνάρτηση f ικανοποιεί ορισμένες συνθήκες (παραγωγισιμότητας και συνέχειας), τότε υπάρχει μία (και μόνο) «καμπύλη» (π) του… …

    Dictionary of Greek

  • 19προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …

    Dictionary of Greek

  • 20ανώμαλο σημείο — Ο όρος συναντάται στη μαθηματική ανάλυση όταν πρόκειται για μια συνάρτηση και στη γεωμετρία όταν πρόκειται για μια καμπύλη ή μια επιφάνεια. Σε ένα τέτοιο σημείο η συνάρτηση, αντίστοιχα η καμπύλη (ή η επιφάνεια) παρουσιάζουν μια ιδιότυπη… …

    Dictionary of Greek