καμινευτήρ

  • 1καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 2οπτευτήρ — ὀπτευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (σχετικά με τον Ήφαιστο) αυτός που σφυρηλατεί το σίδερο, ο σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὀπτεύω «βάζω στη φωτιά», πιθ. κατά το καμινευτήρ] …

    Dictionary of Greek

  • 3καμινευτῆρα — καμῑνευτῆρα , καμινευτήρ of a smith s bellows masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)