καμιναία
1καμιναία — καμιναίᾱ , καμιναία furnace fem nom/voc/acc dual καμιναίᾱ , καμιναία furnace fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱ , καμιναῖος of fem nom/voc/acc dual καμιναίᾱ , καμιναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2καμιναίᾳ — καμιναίᾱͅ , καμιναία furnace fem dat sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱͅ , καμιναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …
3καμιναίας — καμιναίᾱς , καμιναία furnace fem acc pl καμιναίᾱς , καμιναία furnace fem gen sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱς , καμιναῖος of fem acc pl καμιναίᾱς , καμιναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …
4καμιναίαν — καμιναίᾱν , καμιναία furnace fem acc sg (attic doric aeolic) καμιναίᾱν , καμιναῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …
5καμιναίος — καμιναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στο καμίνι ή προέρχεται από αυτό 2. το θηλ. ως ουσ. ή καμιναία η κάμινος, το καμίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + κατάλ. αῖος (πρβλ. θαλαμ αίος, καλαμ αίος)] …