καματώδης
1καματώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) καματώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) καματώδης masc/fem nom sg …
2καματώδης — (I) καματώδης, ῶδες (Μ) υπερβολικά ζεστός, καυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση τού συμφων. συμπλέγμ. vm σε m ]. (II) καματώδης, ες (Α) επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ. β.… …
3καματωδέστερον — καματώδης adverbial comp καματώδης masc acc comp sg καματώδης neut nom/voc/acc comp sg καματωδής adverbial comp καματωδής masc acc comp sg καματωδής neut nom/voc/acc comp sg …
4καματώδει — καματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καματώδης masc/fem/neut dat sg καματώδεϊ , καματώδης dat sg (epic) …
5καματωδέστερα — καματώδης neut nom/voc/acc comp pl καματωδής neut nom/voc/acc comp pl …
6καματωδέων — καματώδης masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) καματωδής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
7καματώδεα — καματώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) καματώδης masc/fem acc sg (epic ionic) …
8καματώδεις — καματώδης masc/fem acc pl καματώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
9καματώδεες — καματώδης masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …
10καματώδεος — καματώδης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
- 1
- 2