Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καμίνι φούρνος

  • 1 горн

    α.
    1. φούρνος, κάμινος. || καμίνι σιδηρουργού.
    2. χωνευτήριο υψικαμίνου.
    α.
    σάλπιγγα, τρομπέτα.

    Большой русско-греческий словарь > горн

  • 2 горнило

    ουδ. παλ.
    1. φούρνος, κάμινος.
    2. μτφ. καμίνι (δυσκολίες, δοκιμασίες, ταλαιπωρίες).

    Большой русско-греческий словарь > горнило

  • 3 печь

    пеку, печшь, пекут, παρλθ. χρ. пек, пекла
    -ото, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. печенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.δ.
    1. ψήνω•

    печь хлеб ψήνω ψωμί•

    2. καίω πολύ•

    солнце печт ο ήλιος ψήνει.

    (απρόσ.) καίω.
    ψήνομαι•

    пирог печется η πίτα ψήνεται.

    || θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι πολύ• καίγομαι•

    пекусь на солнце καίγομαι στον ήλιο.

    θ.
    θερμάστρα, σόμπα•

    голландская печь ολλανδική θερμάστρα•

    русская печь ρωσική θερμάστρα•

    электрическая печь ηλεκτρική θερμάστρα•

    топить печь ανάβω τη θερμάστρα.

    || κάμινος μεταλλουργική, φούρνος•

    электрическая печь ηλεκτρική κάμινος•

    кузнечная печь καμίνι του σιδερουργού•

    плавильная печь κάμινος τήξης ή χώνευσης•

    обжигательная печь κάμινος ανόπτησης ή αποσκλήρυνσης.

    Большой русско-греческий словарь > печь

См. также в других словарях:

  • φούρνος — ο (λ. λατ.) 1. θολωτό χτίσμα όπου γίνεται το ψήσιμο ψωμιού ή φαγητού, κλίβανος, καμίνι. 2. οίκημα όπου λειτουργεί τέτοιο χτίσμα (κλίβανος) και όπου πουλιέται ψωμί, ψωμάδικο, αρτοποιείο: Όποιος δεν είδε κάστρο, βλέπει φούρνο και ξιπάζεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… …   Dictionary of Greek

  • ακαμίνιαστος — η, ο [καμινιάζω] 1. εκείνος που δεν έχει μπει στο καμίνι (ξύλα για ξυλοκάρβουνα, πέτρες για ασβέστη) 2. που δεν έχει ξύλα για κάψιμο «φούρνος ακαμίνιαστος», «τζάκι ακαμίνιαστο» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»