καμίνιον
1καμίνιον — καμίνιον, τὸ (AM) (υποκορ. τού κάμινος) βλ. καμίνι …
2καμίνιον — neut nom/voc/acc sg καμίνιος of masc acc sg καμίνιος of neut nom/voc/acc sg …
3καμινίοις — καμίνιον neut dat pl καμίνιος of masc/neut dat pl …
4καμινίου — καμίνιον neut gen sg καμίνιος of masc/neut gen sg …
5καμινίων — καμίνιον neut gen pl καμίνιος of fem gen pl καμίνιος of masc/neut gen pl καμινίων furnace attendant masc nom/voc sg …
6καμινίῳ — καμίνιον neut dat sg καμίνιος of masc/neut dat sg …
7καμίνια — καμίνιον neut nom/voc/acc pl καμίνιος of neut nom/voc/acc pl …
8καμίνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 315 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραμυθιάς του νομού Θεσπρωτίας. * * * το (AM καμίνιον) (υποκορ. τού κάμινος)… …