καλῶς εἶναι

  • 41φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 42Lathe biosas — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου …

    Deutsch Wikipedia

  • 43Lemnischer Frevel — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου …

    Deutsch Wikipedia

  • 44Liste griechischer Phrasen/Lambda — Lambda Inhaltsverzeichnis 1 …

    Deutsch Wikipedia

  • 45ONAGER — I. ONAGER Hebr. arod, a voce dicitur, quae Latine reditus, et Pere, a cursu: quem, cum vulgaris asinus sit tarditatis indomitae, describit Oppian. l. 3. Cyneget. v. 182. Κραιπνὸν, ἀελλοπόδην, κρατερώνυχον, ὀξύτατον θεῖν. Velocem rapidum, validis… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 46βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …

    Dictionary of Greek

  • 47είεν — εἶεν (Α) μόριο που χρησιμοποιείται α) στη μετάβαση από ένα ζήτημα σε άλλο πάει καλά, ας είναι, καλά λοιπόν («εἶεν πάρειμ ἐντεῡθεν ἐς...», Αριστοφ.) β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο στοιχείο στη συζήτηση έχει καλώς («εἶεν, ἐρεῑ δέ... Αντιφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 48επαναπολώ — ἐπαναπολῶ, έω (Α) 1. αναπολώ εκ νέου, εξετάζω ξανά («καὶ δὶς καὶ τρὶς τό γε καλῶς ἔχον ἐπαναπολεῑν τῷ λόγῷ», Πλάτ.) 2. μέσ. ἐπαναποδίζομαι επανέρχομαι στα ίχνη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα πολώ. Το β συνθετ. πολώ «κυκλοφορώ, αναστρέφω» μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 49ευοχώ — εὐοχῶ, έω (Α) [εύοχος] 1. παθ. εὐοχοῡμαι, έομαι (για ελέφαντα) κατά το λεξ. Σούδα «εὐοχεῑται, ἐπὶ τοῡ ἐλέφαντος, καλῶς ἡνιοχεῑται» 2. το «εὐοχούμενοι ἵπποι», στον Ξεν. είναι εσφαλμ. γραφή αντί «εὐωχούμενοι» …

    Dictionary of Greek

  • 50θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …

    Dictionary of Greek