καλύκωσις

  • 1καλύκωσις — καλύκωσις, ἡ (Α) (για τον κρίνο) άνθος, ίσως κάλυκας ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καλυκόω, ῶ < κάλυξ, υκος] …

    Dictionary of Greek

  • 2καλίγωσις — ή καλίγωση και καλίκωσις ή καλύκωσις, ἡ (Μ) [καλιγώνω] το να φορεί κανείς υποδήματα …

    Dictionary of Greek