καλό-πους
1μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… …
2-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …
3καλοπόδινος — καλοπόδινος, ον (Μ) καλοπόδαρος*, με καλό ποδαρικό. επίρρ... καλοποδίνως (Μ) με ευοίωνο τρόπο, ευτυχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινος] …
4ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… …