καλόν
1κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… …
2κᾶλον — wood neut nom/voc/acc sg …
3Καλὸν δὲ καὶ γέροντα μανθάνειν σοφά. — καλὸν δὲ καὶ γέροντα μανθάνειν σοφά. См. Век живи, век учись …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4καλόν — καλός beautiful masc acc sg καλός beautiful neut nom/voc/acc sg …
5κάλον — κάλως reefing rope masc acc sg (epic ionic) …
6Καλὸν ὃ εἶδες, καὶ μὴ καλὸν ὃ μὴ εἶδες. — См. Чего не видишь, того и не бредишь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Τὸ καλὸν ἀρνὶν δύο μάνας βιζάνη. — См. Ласковый теленок двух маток сосет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Τὸ καλὸν ὀψιτέλεστον γίνεται. — См. Скоро хорошо не родится …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9κᾶλα — κᾶλον wood neut nom/voc/acc pl …
10καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …