καλάμη
1καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη …
2καλάμη — stalk fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3καλάμῃ — καλάμη stalk fem dat sg (attic epic ionic) …
4καλάμαι — καλάμη stalk fem nom/voc pl καλάμᾱͅ , καλάμη stalk fem dat sg (doric aeolic) …
5καλαμῶν — καλάμη stalk fem gen pl καλαμόω bind pres part act masc voc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part act masc nom sg καλαμόω bind pres inf act (doric) …
6καλάμαις — καλάμη stalk fem dat pl …
7καλάμην — καλάμη stalk fem acc sg (attic epic ionic) …
8καλάμης — καλάμη stalk fem gen sg (attic epic ionic) …
9καλάμῃσι — καλάμη stalk fem dat pl (epic ionic) …
10καλάμῃσιν — καλάμη stalk fem dat pl (epic ionic) …