καλύπτω
1καλύπτω — καλύπτω, κάλυψα βλ. πίν. 11 …
2καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …
3καλύπτω — καλύπτης tile masc gen sg (attic epic ionic) καλύπτω oc culo pres subj act 1st sg καλύπτω oc culo pres ind act 1st sg …
4καλύπτω — κάλυψα, καλύφτηκα, καλυμμένος 1. σκεπάζω κάτι: Το χιόνι τα κάλυψε όλα. 2. προστατεύω κάτι ή κάποιον: Το ισραηλινό πυροβολικό κάλυψε την υποχώρηση των δεξιών φαλαγγιτών στο Λίβανο. 3. αποκρύπτω κάτι, συγκαλύπτω: Η διεύθυνση της υπηρεσίας αυτής… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5καλύπτετε — καλύπτω oc culo pres imperat act 2nd pl καλύπτω oc culo pres ind act 2nd pl καλύπτω oc culo imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6καλύψουσι — καλύπτω oc culo aor subj act 3rd pl (epic) καλύπτω oc culo fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καλύπτω oc culo fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
7καλύψουσιν — καλύπτω oc culo aor subj act 3rd pl (epic) καλύπτω oc culo fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καλύπτω oc culo fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
8καλύψω — καλύπτω oc culo aor subj act 1st sg καλύπτω oc culo fut ind act 1st sg καλύπτω oc culo aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
9κεκαλυμμένα — καλύπτω oc culo perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκαλυμμένᾱ , καλύπτω oc culo perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκαλυμμένᾱ , καλύπτω oc culo perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
10καλυπτομένων — καλύπτω oc culo pres part mp fem gen pl καλύπτω oc culo pres part mp masc/neut gen pl …